Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
View word page
συμβία
wife

ShortDef

wife

Debugging

Headword:
συμβία
Headword (normalized):
συμβία
Headword (normalized/stripped):
συμβια
IDX:
83002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83003
Key:

Data

{'content': 'wife'}