Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιότη
View word page
συμβελτιόομαι
to be improved together

ShortDef

to be improved together

Debugging

Headword:
συμβελτιόομαι
Headword (normalized):
συμβελτιόομαι
Headword (normalized/stripped):
συμβελτιοομαι
IDX:
83000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83001
Key:

Data

{'content': 'to be improved together'}