Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
View word page
συμβεβηκότως
per accidens
ShortDef
per accidens
Debugging
Headword:
συμβεβηκότως
Headword (normalized):
συμβεβηκότως
Headword (normalized/stripped):
συμβεβηκοτως
IDX:
82998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82999
Key:
Data
{'content': 'per accidens'}