Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
View word page
συμβεβαιωτής
joint-guarantor

ShortDef

joint-guarantor

Debugging

Headword:
συμβεβαιωτής
Headword (normalized):
συμβεβαιωτής
Headword (normalized/stripped):
συμβεβαιωτης
IDX:
82997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82998
Key:

Data

{'content': 'joint-guarantor'}