Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβασείω
συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
View word page
συμβεβαιόω
confirm

ShortDef

confirm

Debugging

Headword:
συμβεβαιόω
Headword (normalized):
συμβεβαιόω
Headword (normalized/stripped):
συμβεβαιοω
IDX:
82996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82997
Key:

Data

{'content': 'confirm'}