Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
View word page
συμβατικός
tending to agreement, conciliatory

ShortDef

tending to agreement, conciliatory

Debugging

Headword:
συμβατικός
Headword (normalized):
συμβατικός
Headword (normalized/stripped):
συμβατικος
IDX:
82994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82995
Key:

Data

{'content': 'tending to agreement, conciliatory'}