Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
View word page
συμβατήριος
tending to agreement, conciliatory
ShortDef
tending to agreement, conciliatory
Debugging
Headword:
συμβατήριος
Headword (normalized):
συμβατήριος
Headword (normalized/stripped):
συμβατηριος
IDX:
82993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82994
Key:
Data
{'content': 'tending to agreement, conciliatory'}