Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβηματίζω
View word page
συμβατέος
to be agreed

ShortDef

to be agreed

Debugging

Headword:
συμβατέος
Headword (normalized):
συμβατέος
Headword (normalized/stripped):
συμβατεος
IDX:
82991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82992
Key:

Data

{'content': 'to be agreed'}