Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβάλλω
σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
View word page
συμβαστάζω
carry together with

ShortDef

carry together with

Debugging

Headword:
συμβαστάζω
Headword (normalized):
συμβαστάζω
Headword (normalized/stripped):
συμβασταζω
IDX:
82990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82991
Key:

Data

{'content': 'carry together with'}