Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμβαλλομάχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
View word page
σύμβασις
an agreement, arrangement, treaty
ShortDef
an agreement, arrangement, treaty
Debugging
Headword:
σύμβασις
Headword (normalized):
σύμβασις
Headword (normalized/stripped):
συμβασις
IDX:
82989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82990
Key:
Data
{'content': 'an agreement, arrangement, treaty'}