Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβαλλομαχέω
συμβαλλομαχία
συμβαλλομάχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
View word page
συμβασιλεύω
to rule

ShortDef

to rule

Debugging

Headword:
συμβασιλεύω
Headword (normalized):
συμβασιλεύω
Headword (normalized/stripped):
συμβασιλευω
IDX:
82987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82988
Key:

Data

{'content': 'to rule'}