Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμβαδίζω
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβαλανεύομαι
συμβαλλομαχέω
συμβαλλομαχία
συμβαλλομάχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
View word page
συμβαματικός
fortuitous

ShortDef

fortuitous

Debugging

Headword:
συμβαματικός
Headword (normalized):
συμβαματικός
Headword (normalized/stripped):
συμβαματικος
IDX:
82982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82983
Key:

Data

{'content': 'fortuitous'}