Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Συλοσῶν
Συμαῖος
συμβαδίζω
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβαλανεύομαι
συμβαλλομαχέω
συμβαλλομαχία
συμβαλλομάχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
View word page
συμβάλλω
to throw together, dash together

ShortDef

to throw together, dash together

Debugging

Headword:
συμβάλλω
Headword (normalized):
συμβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συμβαλλω
IDX:
82980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82981
Key:

Data

{'content': 'to throw together, dash together'}