Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συλόνυξ
Συλοσῶν
Συμαῖος
συμβαδίζω
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβαλανεύομαι
συμβαλλομαχέω
συμβαλλομαχία
συμβαλλομάχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
View word page
συμβαλλομάχος
joining in the fight

ShortDef

joining in the fight

Debugging

Headword:
συμβαλλομάχος
Headword (normalized):
συμβαλλομάχος
Headword (normalized/stripped):
συμβαλλομαχος
IDX:
82979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82980
Key:

Data

{'content': 'joining in the fight'}