Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συλλύω
σῦλον
συλόνυξ
Συλοσῶν
Συμαῖος
συμβαδίζω
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβαλανεύομαι
συμβαλλομαχέω
συμβαλλομαχία
συμβαλλομάχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
View word page
συμβαλλομαχέω
concinno

ShortDef

concinno

Debugging

Headword:
συμβαλλομαχέω
Headword (normalized):
συμβαλλομαχέω
Headword (normalized/stripped):
συμβαλλομαχεω
IDX:
82977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82978
Key:

Data

{'content': 'concinno'}