Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συλλύται
συλλύω
σῦλον
συλόνυξ
Συλοσῶν
Συμαῖος
συμβαδίζω
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβαλανεύομαι
συμβαλλομαχέω
συμβαλλομαχία
συμβαλλομάχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
View word page
συμβαλανεύομαι
bathe together with

ShortDef

bathe together with

Debugging

Headword:
συμβαλανεύομαι
Headword (normalized):
συμβαλανεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμβαλανευομαι
IDX:
82976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82977
Key:

Data

{'content': 'bathe together with'}