Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλοιδορέω
συλλούομαι
συλλοχία
συλλοχίζω
συλλοχισμός
συλλοχίτης
συλλυπέω
σύλλυσις
συλλυσσάομαι
συλλύται
συλλύω
σῦλον
συλόνυξ
Συλοσῶν
Συμαῖος
συμβαδίζω
συμβαίνω
View word page
συλλυπέω
to hurt

ShortDef

to hurt

Debugging

Headword:
συλλυπέω
Headword (normalized):
συλλυπέω
Headword (normalized/stripped):
συλλυπεω
IDX:
82963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82964
Key:

Data

{'content': 'to hurt'}