Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλοιδορέω
συλλούομαι
συλλοχία
συλλοχίζω
συλλοχισμός
συλλοχίτης
συλλυπέω
σύλλυσις
συλλυσσάομαι
συλλύται
συλλύω
σῦλον
συλόνυξ
Συλοσῶν
View word page
συλλοχίζω
to incorporate soldiers, recruit into a λόχος
ShortDef
to incorporate soldiers, recruit into a λόχος
Debugging
Headword:
συλλοχίζω
Headword (normalized):
συλλοχίζω
Headword (normalized/stripped):
συλλοχιζω
IDX:
82960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82961
Key:
Data
{'content': 'to incorporate soldiers, recruit into a λόχος'}