Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συλλογεύς
συλλογευτικός
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλοιδορέω
συλλούομαι
συλλοχία
συλλοχίζω
συλλοχισμός
συλλοχίτης
συλλυπέω
σύλλυσις
συλλυσσάομαι
συλλύται
συλλύω
σῦλον
View word page
συλλούομαι
to bathe together

ShortDef

to bathe together

Debugging

Headword:
συλλούομαι
Headword (normalized):
συλλούομαι
Headword (normalized/stripped):
συλλουομαι
IDX:
82958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82959
Key:

Data

{'content': 'to bathe together'}