Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συλλήπτωρ
συλλῃστεύω
συλλῃστής
σύλληψις
συλλιθηγία
σύλλιθος
συλλιπαίνομαι
συλλογεύς
συλλογευτικός
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλοιδορέω
συλλούομαι
συλλοχία
συλλοχίζω
συλλοχισμός
View word page
συλλογίζομαι
to collect and bring at once before the mind, to compute fully, sum up

ShortDef

to collect and bring at once before the mind, to compute fully, sum up

Debugging

Headword:
συλλογίζομαι
Headword (normalized):
συλλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συλλογιζομαι
IDX:
82951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82952
Key:

Data

{'content': 'to collect and bring at once before the mind, to compute fully, sum up'}