Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτέος
συλληπτικός
συλλήπτωρ
συλλῃστεύω
συλλῃστής
σύλληψις
συλλιθηγία
σύλλιθος
συλλιπαίνομαι
συλλογεύς
συλλογευτικός
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
View word page
σύλλιθος
paved

ShortDef

paved

Debugging

Headword:
σύλλιθος
Headword (normalized):
σύλλιθος
Headword (normalized/stripped):
συλλιθος
IDX:
82946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82947
Key:

Data

{'content': 'paved'}