Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συλληΐζομαι
σύλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτέος
συλληπτικός
συλλήπτωρ
συλλῃστεύω
συλλῃστής
σύλληψις
συλλιθηγία
σύλλιθος
συλλιπαίνομαι
συλλογεύς
συλλογευτικός
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
View word page
συλλιθηγία
assistance in transport of stone
ShortDef
assistance in transport of stone
Debugging
Headword:
συλλιθηγία
Headword (normalized):
συλλιθηγία
Headword (normalized/stripped):
συλλιθηγια
IDX:
82945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82946
Key:
Data
{'content': 'assistance in transport of stone'}