Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συλλήγω
συλληΐζομαι
σύλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτέος
συλληπτικός
συλλήπτωρ
συλλῃστεύω
συλλῃστής
σύλληψις
συλλιθηγία
σύλλιθος
συλλιπαίνομαι
συλλογεύς
συλλογευτικός
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
View word page
σύλληψις
a taking together: a seizing, arresting

ShortDef

a taking together: a seizing, arresting

Debugging

Headword:
σύλληψις
Headword (normalized):
σύλληψις
Headword (normalized/stripped):
συλληψις
IDX:
82944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82945
Key:

Data

{'content': 'a taking together: a seizing, arresting'}