Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συλλεσχηνεύω
συλλήβδην
συλλήγω
συλληΐζομαι
σύλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτέος
συλληπτικός
συλλήπτωρ
συλλῃστεύω
συλλῃστής
σύλληψις
συλλιθηγία
σύλλιθος
συλλιπαίνομαι
συλλογεύς
συλλογευτικός
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
View word page
συλλῃστεύω
join in robbing

ShortDef

join in robbing

Debugging

Headword:
συλλῃστεύω
Headword (normalized):
συλλῃστεύω
Headword (normalized/stripped):
συλληστευω
IDX:
82942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82943
Key:

Data

{'content': 'join in robbing'}