Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συλλεπτύνω
συλλεσχηνεύω
συλλήβδην
συλλήγω
συλληΐζομαι
σύλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτέος
συλληπτικός
συλλήπτωρ
συλλῃστεύω
συλλῃστής
σύλληψις
συλλιθηγία
σύλλιθος
συλλιπαίνομαι
συλλογεύς
συλλογευτικός
συλλογή
συλλογίζομαι
View word page
συλλήπτωρ
a partner, accomplice, assistant
ShortDef
a partner, accomplice, assistant
Debugging
Headword:
συλλήπτωρ
Headword (normalized):
συλλήπτωρ
Headword (normalized/stripped):
συλληπτωρ
IDX:
82941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82942
Key:
Data
{'content': 'a partner, accomplice, assistant'}