Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύλλεξις
συλλεπτύνω
συλλεσχηνεύω
συλλήβδην
συλλήγω
συλληΐζομαι
σύλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτέος
συλληπτικός
συλλήπτωρ
συλλῃστεύω
συλλῃστής
σύλληψις
συλλιθηγία
σύλλιθος
συλλιπαίνομαι
συλλογεύς
συλλογευτικός
συλλογή
View word page
συλληπτικός
collective, comprehensive

ShortDef

collective, comprehensive

Debugging

Headword:
συλληπτικός
Headword (normalized):
συλληπτικός
Headword (normalized/stripped):
συλληπτικος
IDX:
82940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82941
Key:

Data

{'content': 'collective, comprehensive'}