Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συλλειοτριβέω
συλλειόω
συλλειτουργέω
σύλλεκτος
σύλλεκτρος
σύλλεξις
συλλεπτύνω
συλλεσχηνεύω
συλλήβδην
συλλήγω
συλληΐζομαι
σύλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτέος
συλληπτικός
συλλήπτωρ
συλλῃστεύω
συλλῃστής
σύλληψις
συλλιθηγία
View word page
συλληΐζομαι
join in plundering

ShortDef

join in plundering

Debugging

Headword:
συλληΐζομαι
Headword (normalized):
συλληΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
συλληιζομαι
IDX:
82935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82936
Key:

Data

{'content': 'join in plundering'}