Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σύλλειος
συλλειοτριβέω
συλλειόω
συλλειτουργέω
σύλλεκτος
σύλλεκτρος
σύλλεξις
συλλεπτύνω
συλλεσχηνεύω
συλλήβδην
συλλήγω
συλληΐζομαι
σύλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτέος
συλληπτικός
συλλήπτωρ
συλλῃστεύω
συλλῃστής
σύλληψις
View word page
συλλήγω
to finish together with

ShortDef

to finish together with

Debugging

Headword:
συλλήγω
Headword (normalized):
συλλήγω
Headword (normalized/stripped):
συλληγω
IDX:
82934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82935
Key:

Data

{'content': 'to finish together with'}