Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συλλέγω
Συλλεῖα
συλλείβω
Σύλλειος
συλλειοτριβέω
συλλειόω
συλλειτουργέω
σύλλεκτος
σύλλεκτρος
σύλλεξις
συλλεπτύνω
συλλεσχηνεύω
συλλήβδην
συλλήγω
συλληΐζομαι
σύλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτέος
συλληπτικός
συλλήπτωρ
View word page
συλλεπτύνω
make thin
ShortDef
make thin
Debugging
Headword:
συλλεπτύνω
Headword (normalized):
συλλεπτύνω
Headword (normalized/stripped):
συλλεπτυνω
IDX:
82931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82932
Key:
Data
{'content': 'make thin'}