Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύλλεγμα
συλλέγω
Συλλεῖα
συλλείβω
Σύλλειος
συλλειοτριβέω
συλλειόω
συλλειτουργέω
σύλλεκτος
σύλλεκτρος
σύλλεξις
συλλεπτύνω
συλλεσχηνεύω
συλλήβδην
συλλήγω
συλληΐζομαι
σύλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτέος
συλληπτικός
View word page
σύλλεξις
contribution
ShortDef
contribution
Debugging
Headword:
σύλλεξις
Headword (normalized):
σύλλεξις
Headword (normalized/stripped):
συλλεξις
IDX:
82930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82931
Key:
Data
{'content': 'contribution'}