Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συλλαφύσσω
συλλεαίνω
σύλλεγμα
συλλέγω
Συλλεῖα
συλλείβω
Σύλλειος
συλλειοτριβέω
συλλειόω
συλλειτουργέω
σύλλεκτος
σύλλεκτρος
σύλλεξις
συλλεπτύνω
συλλεσχηνεύω
συλλήβδην
συλλήγω
συλληΐζομαι
σύλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
View word page
σύλλεκτος
gathered
ShortDef
gathered
Debugging
Headword:
σύλλεκτος
Headword (normalized):
σύλλεκτος
Headword (normalized/stripped):
συλλεκτος
IDX:
82928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82929
Key:
Data
{'content': 'gathered'}