Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συλλαλέω
συλλάλημα
συλλαμβάνω
σύλλαμψις
συλλανθάνω
Σύλλας
συλλατρεύω
συλλαφύσσω
συλλεαίνω
σύλλεγμα
συλλέγω
Συλλεῖα
συλλείβω
Σύλλειος
συλλειοτριβέω
συλλειόω
συλλειτουργέω
σύλλεκτος
σύλλεκτρος
σύλλεξις
συλλεπτύνω
View word page
συλλέγω
to collect, gather

ShortDef

to collect, gather

Debugging

Headword:
συλλέγω
Headword (normalized):
συλλέγω
Headword (normalized/stripped):
συλλεγω
IDX:
82921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82922
Key:

Data

{'content': 'to collect, gather'}