Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκωρέω
συκωρός
σύκωσις
συκωτικός
συκωτός
σῦλα
συλαγωγέω
συλάω
συλεύς
συλεύω
συλέω
σύλη
σύλησις
συλήτειρα
συλήτωρ
συλικός
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαβικός
συλλαβομαχέω
συλλαβοπευσιλαλητής
View word page
συλέω
to steal for oneself

ShortDef

to steal for oneself

Debugging

Headword:
συλέω
Headword (normalized):
συλέω
Headword (normalized/stripped):
συλεω
IDX:
82899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82900
Key:

Data

{'content': 'to steal for oneself'}