Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συκοφόρος
συκόφυλλον
συκώδης
συκών
συκωρέω
συκωρός
σύκωσις
συκωτικός
συκωτός
σῦλα
συλαγωγέω
συλάω
συλεύς
συλεύω
συλέω
σύλη
σύλησις
συλήτειρα
συλήτωρ
συλικός
συλλαβή
View word page
συλαγωγέω
to carry off as booty, lead captive
ShortDef
to carry off as booty, lead captive
Debugging
Headword:
συλαγωγέω
Headword (normalized):
συλαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
συλαγωγεω
IDX:
82895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82896
Key:
Data
{'content': 'to carry off as booty, lead captive'}