Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκοφαντώδης
συκοφορεῖον
συκοφορέω
συκοφόρος
συκόφυλλον
συκώδης
συκών
συκωρέω
συκωρός
σύκωσις
συκωτικός
συκωτός
σῦλα
συλαγωγέω
συλάω
συλεύς
συλεύω
συλέω
σύλη
σύλησις
συλήτειρα
View word page
συκωτικός
for piles, medicamentum

ShortDef

for piles, medicamentum

Debugging

Headword:
συκωτικός
Headword (normalized):
συκωτικός
Headword (normalized/stripped):
συκωτικος
IDX:
82892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82893
Key:

Data

{'content': 'for piles, medicamentum'}