Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκοφαντώδης
συκοφορεῖον
συκοφορέω
συκοφόρος
συκόφυλλον
συκώδης
συκών
συκωρέω
συκωρός
σύκωσις
συκωτικός
συκωτός
σῦλα
συλαγωγέω
συλάω
συλεύς
συλεύω
συλέω
σύλη
View word page
συκωρός
fig-watcher

ShortDef

fig-watcher

Debugging

Headword:
συκωρός
Headword (normalized):
συκωρός
Headword (normalized/stripped):
συκωρος
IDX:
82890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82891
Key:

Data

{'content': 'fig-watcher'}