Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκοφαντώδης
συκοφορεῖον
συκοφορέω
συκοφόρος
συκόφυλλον
συκώδης
συκών
συκωρέω
συκωρός
σύκωσις
συκωτικός
συκωτός
σῦλα
View word page
συκοφορέω
to carry figs
ShortDef
to carry figs
Debugging
Headword:
συκοφορέω
Headword (normalized):
συκοφορέω
Headword (normalized/stripped):
συκοφορεω
IDX:
82884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82885
Key:
Data
{'content': 'to carry figs'}