Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκοτραγίδης
συκοτράγος
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκοφαντώδης
συκοφορεῖον
συκοφορέω
συκοφόρος
συκόφυλλον
συκώδης
συκών
συκωρέω
συκωρός
σύκωσις
View word page
συκοφάντρια
female sycophant (informer, false accuser)

ShortDef

female sycophant (informer, false accuser)

Debugging

Headword:
συκοφάντρια
Headword (normalized):
συκοφάντρια
Headword (normalized/stripped):
συκοφαντρια
IDX:
82881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82882
Key:

Data

{'content': 'female sycophant (informer, false accuser)'}