Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκόομαι
συκοπέδιλος
συκοπώλης
συκοτραγέω
συκοτραγίδης
συκοτράγος
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκοφαντώδης
συκοφορεῖον
συκοφορέω
συκοφόρος
συκόφυλλον
συκώδης
View word page
συκοφαντητός
to be quibbled about

ShortDef

to be quibbled about

Debugging

Headword:
συκοφαντητός
Headword (normalized):
συκοφαντητός
Headword (normalized/stripped):
συκοφαντητος
IDX:
82877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82878
Key:

Data

{'content': 'to be quibbled about'}