Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοπέδιλος
συκοπώλης
συκοτραγέω
συκοτραγίδης
συκοτράγος
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκοφαντώδης
συκοφορεῖον
συκοφορέω
συκοφόρος
View word page
συκοφάντης
a false accuser, slanderer
ShortDef
a false accuser, slanderer
Debugging
Headword:
συκοφάντης
Headword (normalized):
συκοφάντης
Headword (normalized/stripped):
συκοφαντης
IDX:
82875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82876
Key:
Data
{'content': 'a false accuser, slanderer'}