Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκομάμμας
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοπέδιλος
συκοπώλης
συκοτραγέω
συκοτραγίδης
συκοτράγος
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκοφαντώδης
συκοφορεῖον
View word page
συκοφαντέω
to accuse falsely, slander, calumniate

ShortDef

to accuse falsely, slander, calumniate

Debugging

Headword:
συκοφαντέω
Headword (normalized):
συκοφαντέω
Headword (normalized/stripped):
συκοφαντεω
IDX:
82873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82874
Key:

Data

{'content': 'to accuse falsely, slander, calumniate'}