Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκολόγος
συκομάμμας
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοπέδιλος
συκοπώλης
συκοτραγέω
συκοτραγίδης
συκοτράγος
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκοφαντώδης
View word page
συκοτράγος
fig-eating

ShortDef

fig-eating

Debugging

Headword:
συκοτράγος
Headword (normalized):
συκοτράγος
Headword (normalized/stripped):
συκοτραγος
IDX:
82872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82873
Key:

Data

{'content': 'fig-eating'}