Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκόβιος
συκολογέω
συκολόγος
συκομάμμας
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοπέδιλος
συκοπώλης
συκοτραγέω
συκοτραγίδης
συκοτράγος
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
View word page
συκοτραγέω
to eat figs

ShortDef

to eat figs

Debugging

Headword:
συκοτραγέω
Headword (normalized):
συκοτραγέω
Headword (normalized/stripped):
συκοτραγεω
IDX:
82870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82871
Key:

Data

{'content': 'to eat figs'}