Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκίς
συκίτης
συκοβασίλεια
συκόβιος
συκολογέω
συκολόγος
συκομάμμας
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοπέδιλος
συκοπώλης
συκοτραγέω
συκοτραγίδης
συκοτράγος
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντητέον
συκοφαντητός
View word page
συκόομαι
to be fed with figs

ShortDef

to be fed with figs

Debugging

Headword:
συκόομαι
Headword (normalized):
συκόομαι
Headword (normalized/stripped):
συκοομαι
IDX:
82867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82868
Key:

Data

{'content': 'to be fed with figs'}