Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκινόφυλλον
συκίον
συκίς
συκίτης
συκοβασίλεια
συκόβιος
συκολογέω
συκολόγος
συκομάμμας
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοπέδιλος
συκοπώλης
συκοτραγέω
συκοτραγίδης
View word page
συκολογέω
to gather figs
ShortDef
to gather figs
Debugging
Headword:
συκολογέω
Headword (normalized):
συκολογέω
Headword (normalized/stripped):
συκολογεω
IDX:
82861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82862
Key:
Data
{'content': 'to gather figs'}