Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συκάσιος
συκέα
συκέη
συκεών
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκινόφυλλον
συκίον
συκίς
συκίτης
συκοβασίλεια
συκόβιος
συκολογέω
συκολόγος
συκομάμμας
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
View word page
συκίς
a slip or cutting from a fig tree
ShortDef
a slip or cutting from a fig tree
Debugging
Headword:
συκίς
Headword (normalized):
συκίς
Headword (normalized/stripped):
συκις
IDX:
82857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82858
Key:
Data
{'content': 'a slip or cutting from a fig tree'}