Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκαμινώδης
συκάριον
συκάσιος
συκέα
συκέη
συκεών
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκινόφυλλον
συκίον
συκίς
συκίτης
συκοβασίλεια
συκόβιος
συκολογέω
συκολόγος
συκομάμμας
συκόμορον
συκόμορος
View word page
συκινόφυλλον
fig-leaf

ShortDef

fig-leaf

Debugging

Headword:
συκινόφυλλον
Headword (normalized):
συκινόφυλλον
Headword (normalized/stripped):
συκινοφυλλον
IDX:
82855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82856
Key:

Data

{'content': 'fig-leaf'}