Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκάμινον
συκάμινος
συκαμινώδης
συκάριον
συκάσιος
συκέα
συκέη
συκεών
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκινόφυλλον
συκίον
συκίς
συκίτης
συκοβασίλεια
συκόβιος
συκολογέω
συκολόγος
συκομάμμας
View word page
συκίζω
to fatten with figs

ShortDef

to fatten with figs

Debugging

Headword:
συκίζω
Headword (normalized):
συκίζω
Headword (normalized/stripped):
συκιζω
IDX:
82853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82854
Key:

Data

{'content': 'to fatten with figs'}