Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συκαμινοακάνθινος
συκάμινον
συκάμινος
συκαμινώδης
συκάριον
συκάσιος
συκέα
συκέη
συκεών
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκινόφυλλον
συκίον
συκίς
συκίτης
συκοβασίλεια
συκόβιος
συκολογέω
συκολόγος
View word page
συκίδιον
little fig
ShortDef
little fig
Debugging
Headword:
συκίδιον
Headword (normalized):
συκίδιον
Headword (normalized/stripped):
συκιδιον
IDX:
82852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82853
Key:
Data
{'content': 'little fig'}