Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συκάζω
συκαλίς
συκαμίνινος
συκαμινοακάνθινος
συκάμινον
συκάμινος
συκαμινώδης
συκάριον
συκάσιος
συκέα
συκέη
συκεών
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκινόφυλλον
συκίον
συκίς
συκίτης
συκοβασίλεια
View word page
συκέη
fig-tree

ShortDef

fig-tree

Debugging

Headword:
συκέη
Headword (normalized):
συκέη
Headword (normalized/stripped):
συκεη
IDX:
82849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82850
Key:

Data

{'content': 'fig-tree'}